- ιππημολγος
- ἱππημολγόςἱππη-μολγός2доящий кобылиц
(Σκύθαι Hes.)
οἱ Ἱππημολγοί Hom. — гиппомольги (одно из скифских племен)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Σκύθαι Hes.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιππημολγός — ἱππημολγός, ὁ (Α) (για σκυθική ή ταταρική φυλή) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το γάλα φοράδας για τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ημολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου μολγός, Κυν αμολγός. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιππημολγία — ἱππημολγία, η (Α) [ιππημολγός] το άρμεγμα φοράδας … Dictionary of Greek
ՁԻԱԿԻԹ — (կթի, կթաց.) NBH 2 0156 Chronological Sequence: 6c ա.գ. ἰππημολγός eguimulgus. Որ կթէ զկաթն ձիոյ. է եւ անուն ազգի. ձի կթօղ. ... *Միսացւոց, ձիակթաց՝ կաթնակերաց. Փիլ. տեսական … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
mē̆ lĝ - (or melǝĝ -?) (*melǝĝ h-) — mē̆ lĝ (or melǝĝ ?) (*melǝĝ h ) English meaning: to pluck; to milk Deutsche Übersetzung: “abstreifen, wischen”, europ. “melken” Grammatical information: present mēlĝ mi, pl. melĝ més, participle perf. pass. ml̥ĝ tó… … Proto-Indo-European etymological dictionary